Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Το έθνος Να Λυπάται..



Aionios-Eternauta "



…Το έθνος να λυπάστε αν ένδυμα φορεί που δεν το ύφανε. Ψωμί αν τρώει αλλά όχι απ' τη σοδειά του. Κρασί αν πίνει, αλλά όχι από το πατητήρι του.Το έθνος να λυπάστε που δεν υψώνει τη φωνή παρά μονάχα στη πομπή της κηδείας. Που δεν συμφιλιώνεται παρά μονάχα μες τα ερείπιά του.Που δεν επαναστατεί παρά μονάχα σαν βρεθεί ο λαιμός του ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα.Το έθνος να λυπάστε που έχει αλεπού για πολιτικό, απατεώνα για φιλόσοφο, μπαλώματα και απομιμήσεις είναι η τέχνη του.Το έθνος να λυπάστε που έχει σοφούς από χρόνια βουβαμένους."



Xαλίλ Γκιμπράν ( 1883-1931), ( ο μεγαλύτερος Λιβανέζος ποιητής ) ,

"ο Κήπος του Προφήτη".






Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Γιατί δεν θέλουν τους Έλληνες;



Aionios-Eternauta



Σ’ ένα βιβλίο με τίτλο «Σκυλάνθρωποι» είναι καταγεγραμμένη η ενδιαφέρουσα αφήγηση μίας Ελβετίδας, η οποία επεξηγεί γιατί οι Ευρωπαίοι και γενικότερα οι ξένοι, συμπεριφέρονται με ελεεινό τρόπο κατά των Ελλήνων.
Η κοπέλα αναφέρεται σε κάποιον πλούσιο θείο της ονόματι Αλμπέρ που ζούσε κοντά στη Λοζάννη υπεραγαπώντας τα ζώα καί προστατεύοντας στη βίλα του πολλά από αυτά.
Ένας... φίλος του γιατρός απ’ τη Γενεύη του δώρισε ένα κουτάβι ράτσας «μποξέρ», που άκουγε στο όνομα «Τέλος», ενημερώνοντάς τον ότι άμα μεγαλώσει το καθαρόαιμο σκυλί χρειάζεται προσοχή διότι είναι επικίνδυνο!...

Πράγματι, σ’ ένα χρόνο είχε δυναμώσει... τόσο πολύ που ήταν απλησίαστο. Ο πρώτος που την πλήρωσε ήταν ο κηπουρός που δέχτηκε επίθεση από το σκυλί με αποτέλεσμα να μείνει ένα μήνα ακίνητος στην κλινική έχοντας χάσει την γάμπα που την είχε φάει ο σκύλος και θα έμενε κουτσός σε όλη του τη ζωή με καρφιά στο πόδι του! Ο Αλμπέρ απεφάνθη ότι ο σκύλος έπρεπε να εκπαιδευθεί για να αποκτήσει σωστή συμπεριφορά. Έφερε Γερμανό σκυλοδαμαστή και πράγματι σε 6 μήνες ο «Τέλος» ήταν «αρνάκι». Περιέργως όμως σε μία δεξίωση ο σκύλος ξαναεπιτέθηκε αιμοβόρικα σ’ έναν υπηρέτη και ευτυχώς γι’ αυτόν ο οδηγός της βίλας πυροβόλησε τον «Τέλος» και έβαλε τέλος στην άτακτη ζωή του! Η στεναχώρια του Αλμπέρ ήταν απερίγραπτη ώσπου τον επισκέφτηκε ο δωρητής του σκύλου, ο γιατρός, ο οποίος εξήγησε στον περίλυπο φίλο του ότι ο σκύλος όσο καλά και να δαμαστεί κρατάει μέσα του κακία, ζήλια, μίσος, καί εκδικείται: «Τα ζώα δεν συγχωράνε ποτέ στον άνθρωπο την βελτίωση της συμπεριφοράς τους, γιατί νιώθουνε ότι αυτή η βελτίωση τ’ απομακρύνει από τη φύση τους... και όποτε δίνετε η ευκαιρία το μίσος εκρήγνυται».

Για να κατανοήσει ο Αλμπέρ καλύτερα την συμπεριφορά του σκύλου, ο γιατρός κάνει τον εξής εκπληκτικό παραλληλισμό: «Είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει μ’ εμάς τους Ευρωπαίους καί τους Έλληνες! Αν υπάρχει μια φυλή στον κόσμο που κυριολεκτικά τη μισώ αφόρητα, αυτή η φυλή είναι οι Έλληνες»! Και τεκμηριώνει την άποψή του λέγοντας ότι στα γυμνασιακά του χρόνια ένιωθε «ψυχικά καταπιεσμένος. Διότι δεν μας διδάξανε τίποτα οι σοφοί μας διδάσκαλοι που να μην το ’χανε εξηγήσει, να μην το ’χανε ανακαλύψει, να μην το ’χανε πετύχει, να μην το ’χανε τελειοποιήσει οι Έλληνες!
Κι αν κάποτε αναφέρανε κανένα άλλονε φτωχό συγγενή της γνώσεως και της σοφίας, όχι Έλληνα, στο τέλος προσθέτανε ότι αυτός ο κάποιος, ο φουκαράς βασίστηκε για την ανακάλυψή του πάνω σ’ ένα θεώρημα προγενέστερο κάποιου Έλληνα, πάνω σε μια παλιά σκέψη κάποιου άλλου Έλληνα, πάνω σ’ ένα έργο αιώνες πριν δοσμένο από κάποιον άλλο Έλληνα!... Σιγά σιγά ένιωθα πως οι γνώσεις μου, οι σκέψεις μου, τα αισθήματά μου, η προσωπικότητά μου, ο κόσμος μου, η ύπαρξή μου ως το έσχατο μόριο διαβρώνονταν και χρωματίζονταν απ’ αυτό που χαρακτηρίζουμε με την κλασική πια έκφραση ̈ελληνικό παρελθόν ̈». Αυτά όλα καταστάλαζαν στα βάθη της ψυχής του γιατρού «ένα φλογερό μίσος για καθετί το ελληνικό»! Και η συνέχεια: «Αργότερα στο πανεπιστήμιο, η κατάσταση έγινε δραματική.

Ο Ασκληπιός από τη μια, ο Ιπποκράτης απ’ την άλλη! Ο Γαληνός τη μια μέρα, ο Ορειβάσιος την επομένη! Αέτιος το πρωί, Αλέξανδρος Τραλλιανός τ’ απόγευμα! Παύλος ο Αιγινίτης από ’δω, Στέφανος ο Αθηναίος από ’κει... Δεν μπορούσα ν’ ανοίξω βιβλίο χωρίς να βρω μπροστά μου την ελληνική παρουσία. Δεν τολμούσα να πιάσω στα χέρια μου λεξικό για να βρώ μια δύσκολη, σπάνια, μια χρήσιμη, μια έξυπνη, μια όμορφη, μια μεστωμένη λέξη. Όλες ελληνικές! Και άλλες αμέτρητες σαν την άμμο των θαλασσών και των ποταμών, ελληνικής κι αυτές προέλευσης! Άρχισα κι εγώ με την πάροδο του χρόνου να νιώθω απέναντι στους Έλληνες όπως ο ̈Τέλος ̈... Πρόκειται για φαινόμενο ομαδικό! ́Έτσι αισθανόμαστε λίγο πολύ όλοι μας απέναντι στους Έλληνες. Τους μισούμε όπως τα ζώα τους θηριοδαμαστές. Και μόλις μας δίνεται η ευκαιρία χιμάμε τους δαγκώνουμε και τους κατασπαράζουμε.

Γιατί στο βάθος ξέρουμε ότι κάποτε ήμαστε ζώα μ’ όλη τη σημασία της λέξης κι είναι αυτοί, οι Έλληνες, πάλι οι Έλληνες, πάντα οι Έλληνες, που μας εξώσανε από τη ζωώδικη υπόσταση και μας ανεβάσανε στην ίδια με τους εαυτούς τους ανθρώπινη βαθμίδα!... Δεν αγαπάμε κάτι που θαυμάζουμε... Ρίξε μια ματιά στην ιστορία και θα διαπιστώσεις ότι όλοι οι Ευρωπαίοι, με αρχηγούς τους Λατίνους και το Βατικανό, λυσσάξαμε να τους εξαφανίσουμε τους Έλληνες από το πρόσωπο της γης! Δεν θα βρεις και δε θα φανταστείς συνδυασμό και συγκέρασμα εγκλήματος, πλεκτάνης και παγίδας που δεν το σκαρφιστήκαμε και δεν το πραγματώσαμε για να τους εξολοθρεύσουμε!... η ιστορία με το μίσος κατά των Ελλήνων δεν ξέφτισε. Ο σύγχρονος ̈πολιτισμένος ̈ άνθρωπος είναι ο ίδιος και χειρότερος... Δεν θα επιτρέψει ποτέ το Βατικανό, Αλμπέρ μου, να επιβιώσει στην αυλόπορτα της Ευρώπης, στα πλευρά της Ασίας και στο κατώφλι της Αφρικής ο ελληνισμός κι η ορθοδοξία του, η μόνη πραγματικότητα, η μόνη γνήσια χριστιανική πίστη...

Είναι ο μόνος λαός που κατόρθωσε να συνταιριάξει αρμονικά τον αρχαίο του πολιτισμό, την υπεράνθρωπη πνευματικότητά του με όλα τα θετικά στοιχεία του χριστιανισμού και να γεννήσει αυτός ο θεϊκός συνουσιασμός μια βαθιά πίστη, μια θεμελιωμένη θρησκεία, μια τρομερή ενωτική ισχύ. Η δική μας ηγεσία, οι δικοί μας ταγοί, η δική μας εκκλησία δεν θα επιτρέψουν ποτέ την προκοπή τους, γιατί αν μονοιάσουνε και στο κοινωνικό πεδίο, χαθήκαμε! Ποιος τους πιάνει, αν βλαστήσει στη γη τους μια στάλα κοινωνική δικαιοσύνη κι ο λαός τους που στενάζει κι αναστενάζει φτάσει να κουμαντάρει τον τόπο του! Θα ξαναπιάσουνε το πολιτιστικό μαστίγιο στα χέρια τους και θα τους θωρούμε πάλι από το ύψος των αστραγάλων τους εμείς τα σκαθάρια αυτούς τους γίγαντες»!

Ο φιλέλληνας Αλμπέρ σ’ όλα αυτά αρκέστηκε να απαντήσει με νόημα: «Γι’ αυτό θα τους αγαπάω πάντα, θα τους θαυμάζω και θα τους σέβομαι...».






Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

Αργοπεθαίνει...



Aionios-Eternauta



Αργοπεθαίνει...


όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,


όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,


όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του,


όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.



Αργοπεθαίνει


όποιος αποφεύγει ένα πάθος,


όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο "ι" αντί ενός συνόλου


συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια, που μετατρέπουν ένα χασμουρητό σε ένα


χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.



Αργοπεθαίνει


όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,


όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,


όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο,


όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις


εχέφρονες συμβουλές.



Αργοπεθαίνει


όποιος δεν ταξιδεύει,


όποιος δεν διαβάζει,


όποιος δεν ακούει μουσική,


όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.



Αργοπεθαίνει


όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,


όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν,


όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.



Αργοπεθαίνει


όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει,


όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.


Αργοπεθαίνει


όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,



όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,


όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του,



όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.



Αργοπεθαίνει


όποιος αποφεύγει ένα πάθος,


όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο "ι" αντί ενός συνόλου


συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια, που μετατρέπουν ένα χασμουρητό σε ένα


χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.



Αργοπεθαίνει


όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,


όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,


όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο,


όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις


εχέφρονες συμβουλές.



Αργοπεθαίνει


όποιος δεν ταξιδεύει,


όποιος δεν διαβάζει,


όποιος δεν ακούει μουσική,


όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.



Αργοπεθαίνει


όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,


όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν,


όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.



Αργοπεθαίνει


όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει,


όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.



Αποφεύγουμε το θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός


χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής.


Μόνο η ένθερμη υπομονή θα οδηγήσει στην επίτευξη μιας λαμπρής ευτυχίας.



Pablo Neruda, “Αργοπεθαίνει…”




Αποφεύγουμε το θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός



χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής.



Μόνο η ένθερμη υπομονή θα οδηγήσει στην επίτευξη μιας λαμπρής ευτυχίας.




Pablo Neruda, “Αργοπεθαίνει…”


Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Επιτάφιος Ανθρώπων...



Aionios-Eternaut





Θεσσαλονίκη, Μάης το 1936. Μια μάνα, καταμεσς το δρόμου, μοιρολογάει τ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της κα πάνω της, βουΐζουν κα σπάζουν τ κύματα τν διαδηλωτν - τν περγν καπνεργατν. κείνη συνεχίζει τ θρνο της...




I

Γιέ μου, σπλάχνο τ
ν σπλάχνων μου, καρδούλα τς καρδις μου,
πουλάκι τ
ς φτωχις αλς, νθ τς ρημις μου,

π
ς κλείσαν τ ματάκια σου κα δ θωρες πο κλαίω
κα
δ σαλεύεις, δ γρικς τ πο πικρ σο λέω;

Γιόκα μου,
σ πο γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Πο
μάντευες τί πέρναγα κάτου π᾿ τ τσίνορό μου,

τώρα δ
μ παρηγορς κα δ μο βγάζεις χνα
κα
δ μαντεύεις τς πληγς πο τρνε μου τ σπλάχνα;

Πουλί μου,
σ πο μο φερνες νεράκι στν παλάμη
π
ς δ θωρες πο δέρνουμαι κα τρέμω σν καλάμι;

Στ στράτα δ καταμεσς τ᾿ σπρα μαλλιά μου λύνω
κα
σο σκεπάζω τς μορφς τ μαραμένο κρίνο.

Φιλ
τ παγωμένο σου χειλάκι πο σωπαίνει
κι ε
ναι σ ν μο θύμωσε κα σφαλιγμένο μένει.

Δ
μο μιλες κι δόλια γ τν κόρφο δές, νοίγω
κα
στ βυζι πο βύζαξες τ νύχια, γιέ μου μπήγω.

II

Κορώνα μου,
ντιστύλι μου, χαρ τν γερατει μου,
λιε τς βαρυχειμωνις, λιγνοκυπάρισσό μου,

Π
ς μ᾿ φησες ν σέρνουμαι κα ν πον μονάχη
χωρ
ς γουλιά, σταλι νερ κα φς κι νθο κι στάχυ ;

Μ
τ ματάκια σου βλεπα τς ζως κάθε λουλούδι,
μ
τ χειλάκια σου λεγα τ᾿ αγεριν τραγούδι.

Μ
τ χεράκια σου τ δυό, τ χιλιοχαϊδεμένα,
λη τη γς γκάλιαζα κι λ᾿ ετανε γι μένα.

Νιότη
π᾿ τ νιότη σου παιρνα κι κόμη χνογελοσα,
τ
γερατει δν τρόμαζα, τ θάνατο ψηφοσα.

Κα
τώρα πο θ κρατηθ, πο θ σταθ, πο θμπω,
πο
πόμεινα ξερ δεντρ σ χιονισμένο κάμπο;

Γιέ μου,
ν δ σοναι βολετ νρθες ξαν σιμά μου,
π
ρε μαζί σου μένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι
ν εν᾿ τ πόδια μου λιγνά, μπορ ν πορπατήσω
κι
ν κουραστες, στν κόρφο μου, γλυκ θ σ κρατήσω.

III

Μαλλι
σγουρ πο πάνω τους τ δάχτυλα περνοσα
τ
ς νύχτες πο κοιμόσουνα κα πλάϊ σου ξαγρυπνοσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο κα
κοντυλογραμμένο,
καμάρα πο
τ βλέμμα μου κούρνιαζε ναπαμένο,

Μάτια γλαρ
πο μέσα τους ντίφεγγαν τ μάκρη
πρωινο
ορανο, κα πάσκιζα μν τ θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο πο
ς λάλαγες νθίζαν
λιθάρια κα
ξερόδεντρα κι ηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατι
σν τ στρωτ φτερούγια τς τρυγόνας
πο
πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ πίκρα μου κι γώνας,

Μπούτια γερ
σν πέρδικες κλειστς στ παντελόνια
πο
ο κόρες τ καμάρωναν τ δείλι π᾿ τ μπαλκόνια,

Κα
γώ, μ μο βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ντρα,
σο
κρέμαγα τ φυλαχτ μ τ γαλάζια χάντρα,

Μυριόρριζ
ο, μυριόφυλλο κ᾿ εωδιαστό μου δάσο,
π
ς ν πιστέψω μοιρη πς μπόραε ν σ χάσω;

ΙV

Γιέ μου, ποι
Μορα στγραφε κα ποι μο τχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτι
στ στήθεια μου ν᾿ νάψει;

Πουρν
- πουρν μο ξύπνησες, μο πλύθηκες, μο λούστης
πριχο σημάνει τν αγ μακρι καμπανοκρούστης.

Κοίταες μ
ν φεξε συχν - πυκν π᾿ τ παραθύρι
κα
βιαζόσουν σ ντανε ν πς σ πανηγύρι.

Ε
χες τ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τ σαγόνι
κι ε
σουν στν τόλμη σου γλυκός, ταρος μαζ κι ηδόνι.

Κα
γ φτωχει κ᾿ νέμελη κα γ τρελλ κ᾿ σκύλα,
σο
ψηνα τ φασκόμηλο κι χν ματιά μου φίλα

Μι
- μι τς χάρες σου, καλέ, κα τ λαμπρό σου θωρ
κι
γαλλόμουν κα γέλαγα σν τρυφερούλα κόρη.

Κι ο
δ κακόβαλα στιγμ κι οδ᾿ τρεξα ξοπίσω
τ
στήθεια μου ν βάλω μπρς τ βόλια ν κρατήσω.

Κι
φτασ᾿ ργ κι, , πο ποτς μν φτανε τέτοια ρα
κι,
, κάλλιο ν γκρεμίζονταν στ καύκαλό μου χώρα.

V

Σήκω, γλυκέ μου,
ργήσαμε· ψηλώνει λιος· λα,
κα
τ φαγάκι σου ρημο θ κρύωσε στν πιατέλα.

μπλέ σου μπλοζα τς δουλεις στν πόρτα κρεμασμένη
θ
καρτεράει τ σάρκα σου τ μαρμαρογλυμμένη.

Θ
καρτεράει τ κρύο νερ τ δροσερό σου στόμα,
θ
καρτεράει τ χντα σου τ᾿ σβεστωμένο δμα.

Θ
καρτεράει κ᾿ γάτα μας στ πόδια σου ν παίξει
κι
λιος ργς θ καρτερ στ μάτια σου ν φέξει.

Θ
καρτεράει κ᾿ ρούγα μας τ᾿ δρ περπάτημά σου
κ
᾿ ο γρίλιες ο μισάνοιχτες τ᾿ ηδονολάλημά σου.

Κα
τ συντρόφια σου, καλέ, πο τς βραδις ρχόνταν
κα
λέαν κα λέαν κι π᾿ τ δια τος τ λόγια φλογιζόνταν

Κα
μπάζανε στ σπίτι μας τ φς, τν πλάση κέρια,
παιδί μου, θ
σ καρτερν ν κάνετε νυχτέρια.

Κα
γ θ καρτεράω σκυφτ βραδ κα μεσημέρι
ν
ρθε καλός μου, θάνατος, κοντά σου ν μ φέρει.

...

ΙΧ

Παναγιά μου, ν εσουνα, καθς γώ, μητέρα,
βοήθε
ια στ γιό μου θστελνες τν γγελο π πέρα.

Κι,
χ, Θέ μου, Θέ μου, ν εσουν Θες κι ν εμασταν παιδιά σου
θ
πόναγες καθς γώ, τ δόλια πλάσματά σου.

Κι
ν εσουν δίκειος, δίκαια θ μοίραζες τν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδ
ν φάει κα ν χορτάσει.

Γιέ μου, καλ
μο τλεγε τ γνωστικό σου χελι
κάθε φορ
πο ρμήνευε, κάθε φορ πο μίλει:

μες ταγίζουμε ζω στ χέρι: περιστέρι,
κ
᾿ μες οτ᾿ να ψίχουλο δν χουμε στ χέρι.

μες κρατμε λη τ γς μς στ᾿ ργασμένα μπράτσα
κα
σκιάχτρα στέκουνται ο Θεο κι φέντη χουνε φάτσα.

χ, γιέ μου, πι δ μομεινε καμι χαρ κα πίστη,
κα
τ χλωμ κα τ στερν καντήλι μας σβήστη.

Καί, τώρα,
π σ ποι φωτι τ χέρια μου θ᾿ νοίγω,
τ
παγωμένα χέρια μου νν τ ζεστάνω λίγο;



Ο πόνος της κάθε Μάνας για το παιδί της είναι ο Ίδιος, είτε είναι η Παναγία, είτε η άγνωστη Μάνα στη Θεσσαλονίκη.
Η Μεγάλη Βδομάδα Πέρασε, Ο επιτάφιος θρήνος της Μ. Παρασκευής ηχεί ακόμα στα αυτιά των Ελλήνων, & σήμερα ήρθε η Ανάσταση του Θεανθρώπου με το "Χριστός Ανέστη εκ Νεκρών Θανάτω θάνατον Πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος".
Όμως η Ανάσταση του Ανθρώπου; Η καθημερινότητα μας λέει πως "Μερικές Αναστάσεις δεν έρχονται ποτέ!
Πως ο θάνατος κερδίζει τη ζωή". Θέλετε να δούμε αν τελικά στην απέραντη "Ροή των Πάντων" αντί τη ζωή να ακολουθεί ο Θάνατος, να μπορούσε να γινόταν το αντίθετο. Από το θάνατο να μπορεί να ξαναγεννιέται η ζωή.
Αλήθεια αυτό το νόημα δεν έχει η σημερινή μέρα; Αλήθεια αφού έγινε μιά φορά λέτε να μην μπορεί να ξαναγίνει;
Και Αν σας πω το μυστικό; Αν σας πω πως ο καθένας & η κάθε μια σ`αυτή τη γη ΜΠΟΡΕΙ να αναστηθεί;
Θα με πιστεύατε; Ναι όλα μπορούν να γίνουν με Την Αγάπη! Αυτή είναι ο συνδετικός κρίκος στη φύση και στον Άνθρωπο. Αυτή είναι το κλειδί που γεννά ζωή, χαρά, αρμονία, ειρήνη. Κάντε την αρχή! Καλή Αγάπη! Καλή ανάσταση συνταξιδιώτες στο σύμπαν!