Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Επιτάφιος Ανθρώπων...



Aionios-Eternaut





Θεσσαλονίκη, Μάης το 1936. Μια μάνα, καταμεσς το δρόμου, μοιρολογάει τ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της κα πάνω της, βουΐζουν κα σπάζουν τ κύματα τν διαδηλωτν - τν περγν καπνεργατν. κείνη συνεχίζει τ θρνο της...




I

Γιέ μου, σπλάχνο τ
ν σπλάχνων μου, καρδούλα τς καρδις μου,
πουλάκι τ
ς φτωχις αλς, νθ τς ρημις μου,

π
ς κλείσαν τ ματάκια σου κα δ θωρες πο κλαίω
κα
δ σαλεύεις, δ γρικς τ πο πικρ σο λέω;

Γιόκα μου,
σ πο γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Πο
μάντευες τί πέρναγα κάτου π᾿ τ τσίνορό μου,

τώρα δ
μ παρηγορς κα δ μο βγάζεις χνα
κα
δ μαντεύεις τς πληγς πο τρνε μου τ σπλάχνα;

Πουλί μου,
σ πο μο φερνες νεράκι στν παλάμη
π
ς δ θωρες πο δέρνουμαι κα τρέμω σν καλάμι;

Στ στράτα δ καταμεσς τ᾿ σπρα μαλλιά μου λύνω
κα
σο σκεπάζω τς μορφς τ μαραμένο κρίνο.

Φιλ
τ παγωμένο σου χειλάκι πο σωπαίνει
κι ε
ναι σ ν μο θύμωσε κα σφαλιγμένο μένει.

Δ
μο μιλες κι δόλια γ τν κόρφο δές, νοίγω
κα
στ βυζι πο βύζαξες τ νύχια, γιέ μου μπήγω.

II

Κορώνα μου,
ντιστύλι μου, χαρ τν γερατει μου,
λιε τς βαρυχειμωνις, λιγνοκυπάρισσό μου,

Π
ς μ᾿ φησες ν σέρνουμαι κα ν πον μονάχη
χωρ
ς γουλιά, σταλι νερ κα φς κι νθο κι στάχυ ;

Μ
τ ματάκια σου βλεπα τς ζως κάθε λουλούδι,
μ
τ χειλάκια σου λεγα τ᾿ αγεριν τραγούδι.

Μ
τ χεράκια σου τ δυό, τ χιλιοχαϊδεμένα,
λη τη γς γκάλιαζα κι λ᾿ ετανε γι μένα.

Νιότη
π᾿ τ νιότη σου παιρνα κι κόμη χνογελοσα,
τ
γερατει δν τρόμαζα, τ θάνατο ψηφοσα.

Κα
τώρα πο θ κρατηθ, πο θ σταθ, πο θμπω,
πο
πόμεινα ξερ δεντρ σ χιονισμένο κάμπο;

Γιέ μου,
ν δ σοναι βολετ νρθες ξαν σιμά μου,
π
ρε μαζί σου μένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι
ν εν᾿ τ πόδια μου λιγνά, μπορ ν πορπατήσω
κι
ν κουραστες, στν κόρφο μου, γλυκ θ σ κρατήσω.

III

Μαλλι
σγουρ πο πάνω τους τ δάχτυλα περνοσα
τ
ς νύχτες πο κοιμόσουνα κα πλάϊ σου ξαγρυπνοσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο κα
κοντυλογραμμένο,
καμάρα πο
τ βλέμμα μου κούρνιαζε ναπαμένο,

Μάτια γλαρ
πο μέσα τους ντίφεγγαν τ μάκρη
πρωινο
ορανο, κα πάσκιζα μν τ θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο πο
ς λάλαγες νθίζαν
λιθάρια κα
ξερόδεντρα κι ηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατι
σν τ στρωτ φτερούγια τς τρυγόνας
πο
πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ πίκρα μου κι γώνας,

Μπούτια γερ
σν πέρδικες κλειστς στ παντελόνια
πο
ο κόρες τ καμάρωναν τ δείλι π᾿ τ μπαλκόνια,

Κα
γώ, μ μο βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ντρα,
σο
κρέμαγα τ φυλαχτ μ τ γαλάζια χάντρα,

Μυριόρριζ
ο, μυριόφυλλο κ᾿ εωδιαστό μου δάσο,
π
ς ν πιστέψω μοιρη πς μπόραε ν σ χάσω;

ΙV

Γιέ μου, ποι
Μορα στγραφε κα ποι μο τχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτι
στ στήθεια μου ν᾿ νάψει;

Πουρν
- πουρν μο ξύπνησες, μο πλύθηκες, μο λούστης
πριχο σημάνει τν αγ μακρι καμπανοκρούστης.

Κοίταες μ
ν φεξε συχν - πυκν π᾿ τ παραθύρι
κα
βιαζόσουν σ ντανε ν πς σ πανηγύρι.

Ε
χες τ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τ σαγόνι
κι ε
σουν στν τόλμη σου γλυκός, ταρος μαζ κι ηδόνι.

Κα
γ φτωχει κ᾿ νέμελη κα γ τρελλ κ᾿ σκύλα,
σο
ψηνα τ φασκόμηλο κι χν ματιά μου φίλα

Μι
- μι τς χάρες σου, καλέ, κα τ λαμπρό σου θωρ
κι
γαλλόμουν κα γέλαγα σν τρυφερούλα κόρη.

Κι ο
δ κακόβαλα στιγμ κι οδ᾿ τρεξα ξοπίσω
τ
στήθεια μου ν βάλω μπρς τ βόλια ν κρατήσω.

Κι
φτασ᾿ ργ κι, , πο ποτς μν φτανε τέτοια ρα
κι,
, κάλλιο ν γκρεμίζονταν στ καύκαλό μου χώρα.

V

Σήκω, γλυκέ μου,
ργήσαμε· ψηλώνει λιος· λα,
κα
τ φαγάκι σου ρημο θ κρύωσε στν πιατέλα.

μπλέ σου μπλοζα τς δουλεις στν πόρτα κρεμασμένη
θ
καρτεράει τ σάρκα σου τ μαρμαρογλυμμένη.

Θ
καρτεράει τ κρύο νερ τ δροσερό σου στόμα,
θ
καρτεράει τ χντα σου τ᾿ σβεστωμένο δμα.

Θ
καρτεράει κ᾿ γάτα μας στ πόδια σου ν παίξει
κι
λιος ργς θ καρτερ στ μάτια σου ν φέξει.

Θ
καρτεράει κ᾿ ρούγα μας τ᾿ δρ περπάτημά σου
κ
᾿ ο γρίλιες ο μισάνοιχτες τ᾿ ηδονολάλημά σου.

Κα
τ συντρόφια σου, καλέ, πο τς βραδις ρχόνταν
κα
λέαν κα λέαν κι π᾿ τ δια τος τ λόγια φλογιζόνταν

Κα
μπάζανε στ σπίτι μας τ φς, τν πλάση κέρια,
παιδί μου, θ
σ καρτερν ν κάνετε νυχτέρια.

Κα
γ θ καρτεράω σκυφτ βραδ κα μεσημέρι
ν
ρθε καλός μου, θάνατος, κοντά σου ν μ φέρει.

...

ΙΧ

Παναγιά μου, ν εσουνα, καθς γώ, μητέρα,
βοήθε
ια στ γιό μου θστελνες τν γγελο π πέρα.

Κι,
χ, Θέ μου, Θέ μου, ν εσουν Θες κι ν εμασταν παιδιά σου
θ
πόναγες καθς γώ, τ δόλια πλάσματά σου.

Κι
ν εσουν δίκειος, δίκαια θ μοίραζες τν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδ
ν φάει κα ν χορτάσει.

Γιέ μου, καλ
μο τλεγε τ γνωστικό σου χελι
κάθε φορ
πο ρμήνευε, κάθε φορ πο μίλει:

μες ταγίζουμε ζω στ χέρι: περιστέρι,
κ
᾿ μες οτ᾿ να ψίχουλο δν χουμε στ χέρι.

μες κρατμε λη τ γς μς στ᾿ ργασμένα μπράτσα
κα
σκιάχτρα στέκουνται ο Θεο κι φέντη χουνε φάτσα.

χ, γιέ μου, πι δ μομεινε καμι χαρ κα πίστη,
κα
τ χλωμ κα τ στερν καντήλι μας σβήστη.

Καί, τώρα,
π σ ποι φωτι τ χέρια μου θ᾿ νοίγω,
τ
παγωμένα χέρια μου νν τ ζεστάνω λίγο;



Ο πόνος της κάθε Μάνας για το παιδί της είναι ο Ίδιος, είτε είναι η Παναγία, είτε η άγνωστη Μάνα στη Θεσσαλονίκη.
Η Μεγάλη Βδομάδα Πέρασε, Ο επιτάφιος θρήνος της Μ. Παρασκευής ηχεί ακόμα στα αυτιά των Ελλήνων, & σήμερα ήρθε η Ανάσταση του Θεανθρώπου με το "Χριστός Ανέστη εκ Νεκρών Θανάτω θάνατον Πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος".
Όμως η Ανάσταση του Ανθρώπου; Η καθημερινότητα μας λέει πως "Μερικές Αναστάσεις δεν έρχονται ποτέ!
Πως ο θάνατος κερδίζει τη ζωή". Θέλετε να δούμε αν τελικά στην απέραντη "Ροή των Πάντων" αντί τη ζωή να ακολουθεί ο Θάνατος, να μπορούσε να γινόταν το αντίθετο. Από το θάνατο να μπορεί να ξαναγεννιέται η ζωή.
Αλήθεια αυτό το νόημα δεν έχει η σημερινή μέρα; Αλήθεια αφού έγινε μιά φορά λέτε να μην μπορεί να ξαναγίνει;
Και Αν σας πω το μυστικό; Αν σας πω πως ο καθένας & η κάθε μια σ`αυτή τη γη ΜΠΟΡΕΙ να αναστηθεί;
Θα με πιστεύατε; Ναι όλα μπορούν να γίνουν με Την Αγάπη! Αυτή είναι ο συνδετικός κρίκος στη φύση και στον Άνθρωπο. Αυτή είναι το κλειδί που γεννά ζωή, χαρά, αρμονία, ειρήνη. Κάντε την αρχή! Καλή Αγάπη! Καλή ανάσταση συνταξιδιώτες στο σύμπαν!