Σάββατο 12 Αυγούστου 2017

Aionios-Eternauta


Ο μύθος της θεάς Τύχης
Μια νύχτα, μεθυσμένος από το κρασί και τον πόθο του, ο Δίας ξάπλωσε με την όμορφη Θέμιδα, θεά των νόμων και της δικαιοσύνης, την οποία είχε βάλει στο μάτι από καιρό.
Από την ένωση αυτή ανάμεσα στο άναρχο και αυτό που πρέπει να γίνεται, γεννήθηκε η Τύχη (Fortuna για τους Ρωμαίους).
Ένα όμορφο κοριτσάκι που χαιρόταν την εύνοια του πατέρα της (πράγμα αρκετά σπάνιο στη ζωή του Δία).
Ο μύθος λέει ότι, από μικρή, ο Δίας ζητούσε να του τη φέρνουν και την ήθελε συνεχώς κοντά του. Για να τη διασκεδάσει, ο παντοδύναμος θεός πρόσταξε κάθε κάτοικο του Ολύμπου να μάθει κάτι στην αγαπημένη του κόρη.
Από τον Ερμή, ειδικά, ζήτησε να της μάθει να τρέχει πιο γρήγορα απ’ τον καθένα.
Πριν κλείσει τα οχτώ, τα πόδια της Τύχης έτρεχαν πιο γρήγορα κι από τους φτερωτούς αστραγάλους του Ερμή, και κέρδιζε στο δρόμο οποιονδήποτε: θεό, άνθρωπο ή ζώο.
Από τη Δήμητρα ζήτησε να της μάθει τα πάντα για τα σπαρτά και τα οπωροφόρα.
Η Τύχη ήξερε να ξεχωρίζει, με ταχύτητα και ακρίβεια, κάθε ένα από τα δημητριακά της Ελλάδας.
Ήξερε πού φύτρωνε κάθε δεντράκι, πότε άνθιζε κάθε φυτό και πώς θερίζουν τα σπαρτά.
Από την Ήρα, τη νόμιμη σύζυγό του, ο Δίας δε ζήτησε τίποτα.
Μάλλον από ζήλια, η θεά της σταθερότητας και της οικογένειας δεν ήθελε ούτε να τη βλέπει την Τύχη.
Πράγματι, όταν η Τύχη γινόταν δεκαπέντε χρόνων, η Ήρα αποφάσισε να επιβάλει στον Όλυμπο έναν ηθικό νόμο: κανένα νόθο παιδί ανάμεσα στους θεούς. Τα παιδιά που δεν προέρχονταν από αγνή ένωση, έπρεπε να ζουν με τους ανθρώπους…
Βέβαια, ήταν ήδη αργά για να τα βάλει με τον Δία. Ο πονηρός αρχηγός είχε σκαρφιστεί ένα σχέδιο έτσι ώστε η Τύχη να πρέπει υποχρεωτικά να μείνει με τους θεούς, και όχι μόνο δεν εκδιώχτηκε, αλλά την προστάτευαν και την κανάκευαν περισσότερο απ’ όλους.
Από κείνη την ημέρα, το νέκταρ και η αμβροσία δεν θα εμφανίζονταν μαγικά σ’ ένα μπουκάλι στο καλάθι του πρωινού, αλλά θα συλλέγονταν κάθε πρωί από τα πρώτα φρούτα των δέντρων της Γης. Τα πρώτα μήλα, τα πρώτα ροδάκινα, οι πρώτες φράουλες της ημέρας θα περιείχαν στη σάρκα τους τα μαγικά θρεπτικά συστατικά που θα διατηρούσαν τους κατοίκους του Ολύμπου νέους και υγιείς, – συνεπώς αθάνατους και συνεπώς θεούς.
Για να μη φάνε οι άνθρωποι αυτά τα ισχυρά ελιξίρια, ο Δίας έθεσε έναν όρο: με την πρώτη ηλιαχτίδα που θα τα φώτιζε, τα φρέσκα φρούτα θα έχαναν όλα τους τα πολύτιμα υγρά.
Το σχέδιο ήταν τέλειο. Ποιος, όμως, θα μπορούσε να αναγνωρίζει και να μαζεύει τα πρώτα φρούτα της ημέρας, τόσο επιδέξια και τόσο γρήγορα ώστε να μην τα προλάβουν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου;
Μόνο η Τύχη.
Έτσι κι έγινε. Πριν χαράξει, η Τύχη έφευγε βιαστική κι έτρεχε σ’ όλη τη Γη για να μαζέψει τα πρώτα φρούτα από κάθε δέντρο, πριν χαλάσει ο ήλιος το θεϊκό τους περιεχόμενο.
Τα μάζευε σ’ ένα καλάθι και τα ανέβαζε σβέλτα στον Όλυμπο για το πρωινό των θεών, που χειροκροτούσαν και επαινούσαν την ικανότητά της.
Ένα πρωί η Τύχη δεν έφτασε στην ώρα της, και οι θεοί άρχισαν να ανησυχούν. Δεν ήταν και τόσο τρομερό αν μια μέρα δεν έτρωγαν νέκταρ, όμως, αν αυτό συνεχιζόταν, θα πέθαιναν, θα αρρώσταιναν ή –το χειρότερο- θα γερνούσαν.
Μια αντιπροσωπεία των θεών βγήκε σε αναζήτηση της Τύχης στους δρόμους της Ελλάδας. 
Εκεί έμαθαν ότι ένας ψαράς την είχε πιάσει κατά λάθος, καθώς έριχνε τα δίχτυα του στο Αιγαίο. Γοητευμένος και έκπληκτος από την ομορφιά του απρόσμενου φορτίου του, δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει.
Οι θεοί παρουσιάστηκαν μπροστά στον ψαρά και τον ρώτησαν τι αντάλλαγμα ήθελε προκειμένου να αφήσει ελεύθερη την Τύχη.
Ό,τι ζήτησε ο ψαράς του το ‘δωσαν, και μετά η Τύχη ήταν και πάλι ελεύθερη.
Η φήμη, όμως, άρχισε να κυκλοφορεί ανάμεσα στους ανθρώπους. Όποιος έπιανε την Τύχη μπορούσε να ζητήσει από τους θεούς ό,τι ήθελε, κι εκείνοι θα του το έδιναν με αντάλλαγμα την ελευθερία της.
Μόλις πληροφορήθηκε τον κίνδυνο, η τύχη άρχισε να παίρνει όλο και περισσότερες προφυλάξεις και ζήτησε από τους άλλους θεούς να της μάθουν ορισμένα πράγματα παραπάνω, για το καλό όλων.
Η Άρτεμις της δίδαξε να κρύβεται για να μην μπορεί να τη δει κανείς. Άρχισε να ταξιδεύει με μεγάλη μυστικότητα, χωρίς κανένας να παίρνει είδηση την παρουσία της.
Από την Αφροδίτη έμαθε να χτενίζει τα μακριά και όμορφα μαλλιά της. Τα τραβούσε και τα έπλεκε σε μια υπέροχη πλεξούδα την οποία, -αντί να τη ρίχνει στην πλάτη όπως έκανε ως τότε-, άρχισε να φέρνει μπροστά, από το μέτωπο ως το στήθος της.
Από τον Ουρανό έμαθε να γίνεται άπιαστη, και από τον Άρη έμαθε τη στρατηγική του πολέμου.
Εξαιτίας όσων έμαθε κι από φόβο μην τυχόν και της στήσουν καρτέρι στην καθημερινή της διαδρομή, η Τύχη αποφάσισε πως το πέρασμά της δεν έπρεπε να είναι προβλέψιμο. Για να πετύχει κάτι τέτοιο, πήρε μια περίεργη απόφαση: τα πόδια της δεν έπρεπε ποτέ να πατάνε δεύτερη φορά πάνω στα ίδια της τα χνάρια.
Λίγο από συνήθεια και πιο πολύ από παραξενιά, αυτή η απόφαση της έγινε εμμονή, και η θεά Τύχη πρόσεχε πάρα πολύ να μην περάσει δυο φορές από το ίδιο μέρος.
Από το Βάκχο έμαθε τις ιδιότητες του κρασιού για να μπορεί να μεθάει όσους κατάφερναν να την πιάσουν και να το σκάει, αφήνοντάς τους χωρίς τίποτα.

Ο μύθος της θεάς Τύχης
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ

Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

Aionios-Eternauta

Σε διαγωνισμό που έγινε στην Ουάσινγκτον πρίν από περίπου 15 χρόνια για τον καταλληλότερο χαρακτηρισμό ενός λαού, εκείνου που θα παρουσιάζει καλύτερα την
ψυχολογία του, πήραν μέρος περίπου ένα εκατομμύριο άτομα.
Δεκαπενταμελής επιτροπή από επιστήμονες επέλεξε ομόφωνα και βράβευσε
τον δικαστή Ν. Κέλλυ για τον επιτυχημένο χαρακτηρισμό του Έλληνα.

"Μπροστά στο δικαστήριο της αδέκαστης ιστορίας, γράφει ο δικαστής, ο Ελληνας αποκαλύφθηκε πάντοτε κατώτερος από τις περιστάσεις, αν και από  διανοητική άποψη, κατείχε πάντοτε τα πρωτεία. Ο Ελληνας είναι
ευφυέστατος αλλά και εγωιστής, δραστήριος αλλά και αμέθοδος, φιλότιμος αλλά γεμάτος προλήψεις, θερμόαιμος, ανυπόμονος αλλά και πολεμιστής. Εκτισε τον Παρθενώνα και αφού μέθυσε από την αίγλη του, τον άφησε
αργότερα να γίνει στόχος των έριδων, ανέδειξε τον Σωκράτη για να τον
δηλητηριάσει, θαύμασε τον Θεμιστοκλή για να τον εξορίσει, υπηρέτησε
τον Αριστοτέλη για να τον καταδιώξει, γέννησε τον Βενιζέλο για να τον
δολοφονήσει. Εκτισε το Βυζάντιο για να το εκτουρκίσει, έφερε το '21
για να το διακυβεύσει, δημιούργησε το 1909 για να το λησμονήσει.
Τριπλασίασε την Ελλάδα και παραλίγο να τη θάψει. Κόπτεται τη μία
στιγμή για την αλήθεια και την άλλη μισεί αυτόν που αρνιέται να
υπηρετήσει το ψέμα. Παράξενο πλάσμα, ατίθασο, περίεργο, εγωπαθές και
σοφόμωρο, ο Ελληνας. Λυπηθείτε τον, θαυμάστε τον αν θέλετε..

Κι αν μπορείτε προσπαθήστε να τον ταξινομήσετε".
Θά άλλαζε έστω και μία γραμμή σήμερα???

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

Aionios-Eternauta
”Ήταν μια φορά ένας κύριος που έκανε ένα ταξίδι στην Ευρώπη.
Όταν έφτασε στο Ηνωμένο Βασίλειο, αγόρασε από το αεροδρόμιο έναν οδηγό με τα κάστρα των νησιών. Κάποια είχαν συγκεκριμένες μέρες επισκέψεων και άλλα πολύ αυστηρό ωράριο. Αλλά αυτό που του τράβηξε την προσοχή, ήταν ένα που παρουσιαζόταν με τη φράση «Η επίσκεψη της ζωής σου».
Στις φωτογραφίες τουλάχιστον, φαινόταν ένα κάστρο ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο εντυπωσιακό από τα άλλα, αλλά είχε ιδιαίτερες συστάσεις.  Ο οδηγός εξηγούσε πως για λόγους που θα γίνονταν κατανοητοί αργότερα, οι επισκέπτες δεν πλήρωναν είσοδο εκ των προτέρων αλλά ήταν απαραίτητο να κλείσουν από πριν ραντεβού δηλαδή ημέρα και ώρα. Η διαφορετική αυτή πρόταση του είχε κινήσει την περιέργεια, και το ίδιο απόγευμα ο άνθρωπος τηλεφώνησε από το ξενοδοχείο του και έκλεισε ραντεβού.
Όλα λειτουργούν πάντα με τον ίδιο τρόπο στον κόσμο. Αρκεί να έχει κάποιος ένα σημαντικό ραντεβού κάποια συγκεκριμένη ώρα και ανάγκη να είναι ακριβής, για να μπερδευτούν όλα. Η περίπτωση αυτή δεν αποτέλεσε εξαίρεση, και δέκα λεπτά αργότερα από τη συμφωνημένη ώρα, ο τουρίστας έφτασε στο παλάτι. Παρουσιάστηκε σ’ έναν άντρα με καρό φούστα, που τον περίμενε και τον καλωσόρισε.
-«Οι υπόλοιποι μπήκαν ήδη με τον ξεναγό;» ρώτησε αφού πρώτα δεν είδε κανέναν άλλο επισκέπτη.
-«Οι υπόλοιποι;» ανταπέδωσε την ερώτηση ο άντρας. «όχι οι επισκέψεις είναι ατομικές και δεν προσφέρουμε ξεναγούς»
Χωρίς καμιά αναφορά στο ωράριο, του εξήγησε λίγο την ιστορία του κάστρου και του ανέφερε τι να προσέξει ιδιαιτέρως: τις τοιχογραφίες, τις πανοπλίες στη σοφίτα, τον πολεμικό εξοπλισμό στη Βόρεια αίθουσα, τις κατακόμβες κάτω από τη σκάλα και το δωμάτιο βασανιστηρίων στο μπουντρούμι. Αφού είπε αυτά του έδωσε ένα κουτάλι και του ζήτησε να το κρατήσει οριζόντιο, με το κοίλο μέρος προς τα πάνω.
-«Κι αυτό τι;» ρώτησε ο επισκέπτης
-«Εμείς δεν εισπράττουμε την άδεια εισόδου στο κάστρο. Για να κοστολογήσουμε την επίσκεψή σας καταφεύγουμε σε αυτό το σύστημα. Κάθε επισκέπτης κρατάει ένα κουτάλι σαν αυτό, γεμάτο μέχρι πάνω με ψιλή άμμο. Εδώ χωράνε ακριβώς 100 γραμμάρια. Μετά την περιήγηση σας στο κάστρο, ζυγίζουμε την άμμο που έχει μείνει στο κουτάλι και σας χρεώνουμε μια λίβρα για κάθε γραμμάριο που έχετε χάσει. Ένας τρόπος για να βρούμε το κόστος της καθαριότητας» εξήγησε.
-«Κι αν δεν χάσω ούτε ένα γραμμάριο;»
-«Α αγαπητέ μου κύριε, τότε η επίσκεψη σας στο κάστρα θα είναι δωρεάν»
Ο άνθρωπος αν και έκπληκτος, βρήκε την πρόταση διασκεδαστική και, αφού είδε τον οικοδεσπότη να ξεχειλίζει το κουτάλι με άμμο, ξεκίνησε την περιήγησή του. Έχοντας εμπιστοσύνη στις κινήσεις του, ανέβηκε πολύ αργά τις σκάλες με το βλέμμα καρφωμένο στο κουτάλι. Όταν έφτασε πάνω, στην αίθουσα με τις πανοπλίες, προτίμησε να μην μπει γιατί σκέφτηκε πως ο αέρας θα έπαιρνε την άμμο κι έτσι αποφάσισε να κατέβει προσεκτικά. Περνώντας από την αίθουσα με τις πολεμικές μηχανές, κάτω από τη σκάλα, συνειδητοποίησε πως για να τις δει καλά, θα έπρεπε να κρατηθεί από τα κάγκελα και να σκύψει πολύ. Δεν ήταν επικίνδυνο για την σωματική του ακεραιότητα, αλλά συνεπαγόταν πως θα έχανε κάτι από το περιεχόμενο του κουταλιού, οπότε συμβιβάστηκε να το κοιτάξει από μακριά. Τι ίδιο του συνέβη και με την υπερβολικά απότομη σκάλα που οδηγούσε στα μπουντρούμια. Καθώς επέστρεφε από το διάδρομο στο σημείο εκκίνησης, κατευθύνθηκε ικανοποιημένος προς τον άνθρωπο με τη σκωτσέζικη φούστα που τον περίμενε με μια ζυγαριά. Εκεί άδειασε το περιεχόμενο του κουταλιού και περίμενε την ετυμηγορία του άντρα.
-«Εκπληκτικό, χάσατε μόνο μισό γραμμάριο» ανακοίνωσε, «σας συγχαίρω. Όπως εσεις προβλέψατε, αυτή η επίσκεψη δε θα σας στοιχίσει τίποτα»
-«Ευχαριστώ»
-«Ευχαριστηθήκατε την επίσκεψη;» ρώτησε στο τέλος ο οικοδεσπότης.
Ο τουρίστας δίστασε και τελικά αποφάσισε να φανεί ειλικρινής.
-«Η αλήθεια είναι πως όχι και πολύ. Ήμουν τόσο απασχολημένος με το να προσέχω την άμμο, που δεν μπόρεσα να δω αυτό που μου είπατε.»
-«Μα αυτό είναι φριχτό! Κοιτάξτε, θα κάνω μια εξαίρεση. Θα σας ξαναγεμίσω το κουτάλι, γιατί είναι ο κανονισμός, αλλά τώρα ξεχάστε πόσο θα χυθεί: μένουν 12 λεπτά μέχρι να έρθει ο επόμενος επισκέπτης. Να πάτε και να γυρίσετε πριν φτάσει»
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο άνθρωπος πήρε το κουτάλι κι έτρεξε στη σοφίτα. Όταν έφτασε έριξε μια γρήγορη ματιά σε ότι υπήρχε εκεί, και κατέβηκε τρέχοντας στα μπουντρούμια γεμίζοντας τις σκάλες με άμμο. Δεν περίσσευε ούτε μια στιγμή γιατί τα λεπτά περνούσαν, και σχεδόν πέταξε προς το πέρασμα κάτω από τη σκάλα, όπου, σκύβοντας για να μπει του έπεσε το κουτάλι και χύθηκε όλο το περιεχόμενό του. Κοίταξε το ρολόι του. Είχαν περάσει έντεκα λεπτά. Ξανά, χωρίς να δει τις πολεμικές μηχανές, έτρεξε μέχρι τον άνθρωπο στην είσοδο, στον οποίο παρέδωσε το άδειο κουτάλι.
-«Αυτή τη φορά χωρίς άμμο λοιπόν, αλλά μην ανησυχείτε, έχουμε κάνει μια συμφωνία. Πώς ήταν; Ευχαριστηθήκατε την επίσκεψη;»
Ξανά ο επισκέπτης δίστασε μερικές στιγμές.
-«Η αλήθεια είναι πως όχι» ομολόγησε στο τέλος. «Ήμουν τόσο απασχολημένος να γυρίσω πριν φτάσει ο επόμενος, που έχασα όλη την άμμο, αλλά και πάλι δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου.»
Ο άνθρωπος με την πίπα άναψε την πίπα του και του είπε:
-«Υπάρχουν κάποιοι που περπατούν στο κάστρο της ζωής τους προσπαθώντας να μην τους κοστίσει τίποτα, και δεν μπορούν να το ευχαριστηθούν. Υπάρχουν άλλοι που βιάζονται τόσο να φτάσουν νωρίς, που χάνουν τα πάντα χωρίς και αυτοί να ευχαριστηθούν τίποτα. Κάποιοι λίγοι μαθαίνουν αυτό το μάθημα και παίρνουν τον χρόνο τους για κάθε διαδρομή. Ανακαλύπτουν και απολαμβάνουν την κάθε γωνιά, το κάθε βήμα. Ξέρουν πως δε θα είναι δωρεάν, αλλά καταλαβαίνουν ότι το κόστος του να ζεις, αξίζει τον κόπο.

ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΙ LECTURES BUREAU

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2017

Ο ΑΕΤΟΣ...

Aionios-Eternauta

‘Ενας βοσκός ζούσε σε μια καλύβα κοντά σε κάποιο δάσος και λίγο πιο μακρυά από το βουνό είχε το κοτέτσι του και το κοπάδι με τις κατσίκες.
Τη χρονιά εκεί η ξηρασία ήταν μεγάλη και δεν υπήρχε χορτάρι. Έτσι, ο βοσκός αποφάσισε να πάει τις κατσίκες του στην κορυφή του βουνού, όπου η υγρασία πιθανόν να ήταν μεγαλύτερη και όπου ήλπιζε να βρει δροσερό χορτάρι για τα ζώα του.
Όταν έφτασε εκεί ψηλά, άφησε τα ζώα του να βοσκήσουν ώρες πολλές, ώσπου νύχτωσε και αποφάσισε να κατέβει στην καλύβα του. Κατηφορίζοντας με το κοπάδι του είδε μπροστά του μια μεγάλη αετοφωλιά. Πλησιάζοντας, αντίκρισε δυο αετόπουλα, το ένα σκοτωμένο αφού είχε πέσει έξω από την φωλιά, και το άλλο, αν και σάλευε, έδειχνε σοβαρά τραυματισμένο.O
βοσκός δεν συμπαθούσε καθόλου τους αετούς διότι τους θεωρούσε εχθρικά πουλιά. Κάποτε είχαν επιτεθεί στις κατσίκες του και του είχαν πάρει μια κότα. Λυπήθηκε όμως το τραυματισμένο πουλάκι και το πήρε μαζί του στην καλύβα του. εκεί το περιποιήθηκε όπως μπορούσε και το τάιζε με κομματάκια κρέας αφήνοντας τη φύση να κάνει τα υπόλοιπα. Το πουλί έγινε καλά και άρχισε να μεγαλώνει, ώσπου έγινε ένας μεγάλος, εντυπωσιακός αετός.

Από την στιγμή που το αετόπουλο ενηλικιώθηκε, τα πράγματα άλλαξαν. Ο βοσκός, που ήταν περήφανος για το καλό που είχε κάνει, άρχισε να ανησυχεί. Δεν μπορούσε με τίποτα να ξεχάσει τις εικόνες που είχαν χαραχτεί στη μνήμη του για όσα είχαν κάνει στο παρελθόν οι αετοί στις κατσίκες και στις κότες του.
Μια μέρα, ο βοσκός πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τον αετό στο δάσος, νομίζοντας ότι η φύση θα τον βοηθούσε πλέον να επιβιώσει μόνος του.
Τρεις φορές ο βοσκός άφησε τον αετό στο δάσος και τρεις φορές ο αετός τον ακολούθησε χοροπηδώντας στο έδαφος.
Ο βοσκός είχε απελπιστεί, δεν ήξερε τι να κάνει. Τότε, του ήρθε μια τρελή ιδέα: να βάλει τον αετό στο κοτέτσι!
Μόλις οι κότες είδαν το μεγάλο αυτό πουλί που τόσο έτρεμαν, αποτραβήχτηκαν τρομαγμένες. Όταν όμως είδαν που καθόταν ήσυχος και δεν τις ενοχλούσε, σιγά σιγά συνήθισαν την παρουσία του. Τα χρόνια περνούσαν και ο οικόσιτος αετός έμαθε να ζει σαν κότα.Έτρωγε ότι και οι κότες, περπατούσε όπως οι κότες, μάλιστα έφτασε στο σημείο να κακαρίζει όπως αυτές.
Κάποτε, λοιπόν, έφτασε στο χωριό ένας φυσιοδίφης που μελετούσε τους αετούς της περιοχής.
Περνώντας από την καλύβα του βοσκού, έμεινε με το στόμα ανοιχτό μόλις αντίκρισε το αλλόκοτο θέαμα: έναν αετό σε κοτέτσι!
Έτρεξε και χτύπησε με επιμονή την πόρτα του βοσκού, ο οποίος ακούγοντας τις φωνές βγήκε έξω τρομαγμένος.
“Ποιος είστε, τι θέλετε;”
“Σας ζητώ συγνώμη, είμαι φυσιοδίφης και μελετώ τους αετούς. Μα μόλις πριν λίγο είδα κάτι ασυνήθιστο, έναν αετό να ζει μαζί με τις κότες!”.
Ο βοσκός κατάλαβε τον λόγο της έκπληξής του και τον κάλεσε στην καλύβα του για να του διηγηθεί την ιστορία του:πως βρήκε, γιάτρεψε και μεγάλωσε τον αετό μαζί με τις κότες.
Ο φυσιοδίφης άκουγε συνεπαρμένος, ώσπου κάποια στιγμή ένα απλό σχόλιο του βοσκού τον “τάραξε”.
“Όπως καταλαβαίνετε, φίλε μου, το πουλί έχει ζήσει τόσο καιρό με τις κότες, ώστε μέσα του δεν είναι πλέον παρά μια κότα”.
“Πραγματικά λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί σας”, αποκρίθηκε ο φυσιοδίφης.
“Αφού διαφωνείτε, γιατί δεν μου το αποδεικνύετε, παίρνοντας τον αετό και προτρέποντάς τον να πετάξει:”.
Πράγματι ο φυσιοδίφης πήγε στο κοτέτσι, πήρε τον αετό κι έκανε το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο νου, τον πέταξε στον αέρα φωνάζοντας “Πέτα!”
Το ζώο έπεσε σαν μολύβι και κρύφτηκε σε μια γωνιά του κοτετσιού.
Ο βοσκός μόρφασε ειρωνικά, αλλά ο φυσιοδίφης δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια.
Πήρε μια σκάλα και την στήριξε σ’ έναν από τους τοίχους της καλύβας. Ξαναμπήκε στο κοτέτσι, έπιασε τον αετό και ανέβηκαν μαζί στη σκεπή. Από εκεί άφησε τον αετό να φύγει, λέγοντας ξανά “Πέτα!”. Το καημένο το ζώο έπεσε καταγής ξεπουπουλιασμένο και για μια στιγμή έμεινε ασάλευτο. Όταν συνήλθε από την τρομάρα του, αμέσως κρύφτηκε στο κοτέτσι.
Τότε ο βοσκός του είπε:
” Αν συνεχίσεις έτσι, θα σκοτώσεις την κότα μου”.
Για κάποιο λόγο και παρά τις αποδείξεις για το αντίθετο και τις επικρίσεις του βοσκού, ο φυσιοδίφης ήταν απολύτως βέβαιος πως το πνεύμα ενός αετού δεν πεθαίνει ποτέ, γι’αυτό επέμεινε.
Ξάφνου, τράβηξε την προσοχή του κάτι.
“Τι είναι αυτό που φαίνεται στο βάθος;”.
“Η κορυφή του βουνού όπου βρήκα τον αετό. Γιατί;”.
“Διότι θα τον πάω εκεί, στο μέρος που γεννήθηκε και ίσως θυμηθεί τις ρίζες του και νιώσει ότι μπορεί να πετάξει”.
“Δεν είσαι με τα καλά σου, μου φαίνεται. Αρνείσαι να δεχτείς ότι έχεις άδικο”.
Ο φυσιοδίφης δεν είπε τίποτα, απλώς ανέλαβε δράση. Μπήκε ξανά στο κοτέτσι, πήρε τον αετό και άρχισε να περπατά με το βλέμμα καρφωμένο στην βουνοκορφή. Ο βοσκός άρπαξε ένα φανάρι και τον ακολούθησε. Όλη νύχτα ανηφόριζαν το βουνό, με τον φυσιοδίφη να προσπαθεί να σκεφτεί τρόπους για να ξυπνήσει το κοιμισμένο πνεύμα του αετού.
Όταν έφτασαν στην κορυφή όπου είχε γεννηθεί ο αετός, άρχισε να ξημερώνει και τότε ο φυσιοδίφης πρόσεξε κάτι περίεργο: ο αετός κρυβόταν από τον ήλιο.
Χωρίς καλά καλά να ξέρει γιατί, άρπαξε το πουλί από το λαιμό και το ανάγκασε να κοιτάξει τον ήλιο.
Τότε, ο αετός έκανε κάτι παράξενες κινήσεις, άνοιξε τα υπέροχα φτερά του και πέταξε.
Εκείνη τη μέρα ο αετός θυμήθηκε ποιος ήταν και ανέκτησε την πραγματική του ταυτότητα, που δεν ήταν εκείνη της κότας αλλά του αετού!
[ Ο αετός δεν είναι καλύτερος από την κότα, αλλά βλέπει ογδόντα δυο φορές καλύτερα από αυτήν.
Επιπλέον, ο αετός βλέπει τοπία που μια κότα ούτε να ονειρευτεί δεν μπορεί.
Βέβαια, η ζωή μιας κότας είναι πιο άνετη, αφού έχει την τροφή της εξασφαλισμένη, ενώ ο αετός πρέπει να κυνηγήσει΄ το τίμημα όμως που πληρώνει ίσως είναι υπερβολικά υψηλό, αφού πρόκειται για την άσκηση της ελευθερίας του.]ον εαυτό σου

Μάριο Αλόνσο Πουτζ

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Aionios-Eternauta

Ήταν άνθρωπος

Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα. 
Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.

Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι· σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια της γριούλας, δεν μίλησε. 
 
Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου». 

Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.

Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. 
«Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους». «Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν’ αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.

Αλλ’ ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.

Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν’ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».

Στην επόμενη στάση ένα παλληκάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσική. 
Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα. Το παλληκάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. 
«Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». 
Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.

Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. 
«Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ».

Πηγή: Ηλεκτρονικό Περιοδικό "Το Γράμμα", Τεύχος 100.

Καλή Χρονιά συνάνθρωποι. Πολλοί μα και λίγοι ! Φροντίστε στην νέα χρονιά την εντροπία του σύμπαντος & για τη μεταφορά,  Aionios Eternauta..ή αιώνιος ταξιδευτής του διαστήματος.


(Βιβλιογραφία: http://www.ideotopos.gr/posts/science/467-%CE%B5%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%B9%CE%B1-%CF%86%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CF%83-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%83-%CE%AE-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%B9%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%83-%CE%B6%CF%89%CE%B7%CF%83.html