Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Η κατασκευή ρολογιού σε σχήμα πυξίδας, με λατινικούς αριθμούς, βρίσκεται στο Γουέστερν Κεντάκι Γιουνιβέρσιτι. Ο νεαρός σκέιτ μπόρντερ «πετάει» σαν να θέλει να ακυρώσει τον χρόνο
Aionios-Eternauta


 Η κατασκευή ρολογιού σε σχήμα πυξίδας, με λατινικούς αριθμούς, βρίσκεται στο Γουέστερν Κεντάκι Γιουνιβέρσιτι. 
Ο νεαρός σκέιτ μπόρντερ «πετάει» σαν να θέλει να ακυρώσει τον χρόνο...
 
Βλέπουν τον καθρέφτη,
βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι
τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.
Το τετράστιχο από τους «Ιδανικούς αυτόχειρες» του Κ.Γ. Καρυωτάκη είναι ο χρόνος ο συντελεσμένος, είναι η ζωή που εκπληρώθηκε, κι έτσι πλέον έχει έρθει το «τώρα» τής αποφασιστικής στιγμής, τής αυτοκτονίας, όπου ζωή και θάνατος παφλάζουν χωρίς την ύλη, από την οποία δεν είμαστε πλασμένοι. Είμαστε ενεργειακές μάζες, κι όμως σκεπτόμενες, κι όμως λογικές, κι όμως παράλογες, κι όμως τρελές. Χαμένοι, μεταξύ υπάρξεως και ανυπαρξίας, κι ο χρόνος ένα διαρκές τώρα, όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον δεν ξεχωρίζουν.
Με τον τρόπο του Τόμας Στερν Ελιοτ, από τα «Τέσσερα κουαρτέτα»: «Time present and time past/Are both perhaps present in time future/And time future contained in time past. If all time is eternally present/All time is unredeemable». Και σε μετάφραση: «Χρόνος παρών και χρόνος παρελθών/ Ίσως και οι δυο παρόντες είναι εις χρόνο μέλλοντα/Κι ο μέλλων χρόνος έγκλειστος εις χρόνο παρελθόντα./Εάν ο χρόνος όλος είν' αιωνίως παρών/Ολος ο χρόνος είναι αλύτρωτος».
Από τον 19ο αιώνα ανέρχεται, ο δικός μας, ο αφανής Ανδρέας Κάλβος, τού οποίου δεν έχει σωθεί ούτε μία προσωπογραφία. Ο μεταφυσικός της αγωνίας υπέρ της αιωνιότητος τής μικτής γλώσσας και του καθαρού αισθήματος: «Ούτως από τον ήλιον,/ωσάν πυρός σταλάγματα,/πέφτουσιν εις την θάλασσαν/των αιώνων, και χάνονται/ διά πάντα οι ώραι». Τι είναι αυτοί οι στίχοι; Πετάνε πάνω από την καθημερινότητα, πάνω από τον χρόνο τού κινούμενου σώματος, οι ώρες είναι στάσιμες σαν εικόνες στο τέμπλο ενός εξωκλησιού που σε κοιτάζουν οι μαυρισμένες εικόνες τών αγίων. Σε άλλο αιώνα, στον εικοστό, ο Τόμας Μαν του «Μαγικού Βουνού» θα αναρωτηθεί: «Τι είναι ο χρόνος; Ενα μυστικό - στερείται ουσίας κι όμως είναι παντοδύναμος».
Η μεγάλη μέρα μέσα στη νύχτα έχει λάβει πέρας. Ο Αλεξανδρινός των κεριών, εκείνων που φωτίζουν τα δωμάτια τής Αλεξάνδρειας σαν εξωφρενικό όνειρο, απολογείται μπροστά στο τικ - τακ του επιτραπέζιου ρολογιού: «Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα./Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια», τελειώνει το ποίημα του Κ.Π. Καβάφη, « Απ' τες εννιά-».
Ο απολογισμός και πάλι ακούγεται όταν η ηδονή, αυτό το αδάμαστο άλογο, δεν φαίνεται πια. Ξεμακραίνει στον ορίζοντα και το μάτι κρεμιέται πάνω στην κινούμενη εικόνα του. Εκείνο που περισσότερο σού απομένει είναι η σκόνη από τον καλπασμό του. Το καβαφικό παράγγελμα ακούγεται σαν να ξυπνάς από όνειρο, που έχει μείνει στη μέση. Αυτήν τη «σκόνη» προσπαθεί να αρπάξει το καβαφικό -και πάλι- «Θυμήσου, Σώμα...»: «Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,/όχι μόνο τα κρεβάτια όπου πλάγιασες, /αλλά κ' εκείνες τες επιθυμίες που για σένα/γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,/κ' ετρέμανε μες στην φωνή - και κάποιο/ τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε./Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,/μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες/εκείνες σαν να δόθηκες - πώς γυάλιζαν,/θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·/πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα».
Καθώς γράφεται αυτό το κείμενο, μπαίνει ο σκηνοθέτης, ακούς τα βήματά του, αλλά δεν τον βλέπεις. Σού απευθύνει το λόγο: «Ποιο είναι το θέμα σου είπες; Ο χρόνος στη λογοτεχνία; Λογοτεχνία και χρόνος; Είναι τίποτα άλλο η λογοτεχνία, παρά ένα κρυφτούλι με τον χρόνο; Ενα κλείσιμο του ματιού και μόνο είναι αρκετό, για ν' αρχίσει ο χρόνος να βγαίνει από την κρυψώνα του; Φτου ξελευτερία!».
Τρέχω στη βιβλιοθήκη κι αρχίζω να κατεβάζω βιβλία. Η επιστήμη στέκεται αρωγός μου. «Η χρήση τού χρόνου στη λογοτεχνία διαφέρει κατά πολύ από τον πραγματικό χρόνο, το χρόνο δηλαδή που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης».
«Για παράδειγμα, ένα κείμενο μπορεί να μας μεταφέρει χρονικά σε μια άλλη εποχή, που εμείς δεν γνωρίζουμε. Επίσης ο ρυθμός του, δηλαδή η χρονική ακολουθία της πλοκής, δεν ακολουθεί το ρυθμό τού πραγματικού χρόνου. Έτσι, μπορούμε να παρακολουθήσουμε τους ήρωες να γεννιούνται, να μεγαλώνουν και να γερνάνε στο διάστημα λίγων σελίδων. Γι' αυτό καλό θα ήταν να διαχωρίσουμε το χρόνο σε εξωκειμενικό (πραγματικό) και ενδοκειμενικό (χρόνο τού κειμένου)».
«Το καινούριο μας τραβάει, γιατί η ψευτιά γλήγορα παλιώνει. Μόνο το σωστό είναι αγήραστο, γιατί κρύβει μέσα του το περασμένο και το μέλλον. Αληθινά εβάλαμε το ταπεινό βασίλειο του ατόμου ψηλότερα από το αιώνιο του ανθρώπου. Και με τούτες τις πράξεις μας άλλο δεν καταφέρνουμε παρά να μακραίνουμε από κοντά μας την ώρα που θα μας έφερνε ό,τι η αρχιτεκτονική ίσως περισσότερο από τις άλλες τέχνες μπορεί να δώσει: Την ποίηση στην καθημερινή μας ζωή». Τι είναι αυτό το απόσπασμα; Λογοτεχνία; «Μόνο το σωστό είναι αγήραστο, γιατί κρύβει μέσα του το περασμένο και το μέλλον», επαναλαμβάνω σαν υπνωτισμένος. Το υπογράφει, το 1925, ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης. Είναι παρμένο από το κείμενό του «Η λαϊκή τέχνη κι εμείς».
«Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές, μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα ν' αναλογιστώ: "Με παίρνει ο ύπνος"», αρχίζει το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ. «Ο αφηγητής ήρωας αναρωτιέται ποιος είναι και πού βρίσκεται, καθώς αφυπνίζεται με κόπο. Προσπαθεί να αναπλάσει τη ζωή του με την ανάμνηση δωματίων και σπιτιών που γνώρισε παλαιότερα», περιγράφει δόκιμος ¨Ελληνας συγγραφέας το προυστικό στόρι. Αφύπνιση, ανάπλαση, ανάμνηση, παρελθόν. Αυτός είναι ο χρόνος; *